Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δωροξενίας
δωροτελέω
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορία
δωροφορικός
δωροφόρος
δωσίβιος
δωσιδικία
δωσίδικος
Δωσώ
δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δώτιον
δώτιος
Δωτώ
ε
ἒ
εʹ
View word page
Δωσώ
Doso
ShortDef
Doso
Debugging
Headword:
Δωσώ
Headword (normalized):
δωσώ
Headword (normalized/stripped):
δωσω
IDX:
25415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25416
Key:
Data
{'content': 'Doso'}