Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δῶρον
δωροξενίας
δωροτελέω
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορία
δωροφορικός
δωροφόρος
δωσίβιος
δωσιδικία
δωσίδικος
Δωσώ
δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δώτιον
δώτιος
Δωτώ
ε
ἒ
View word page
δωσίδικος
giving oneself up to justice, abiding by the law
ShortDef
giving oneself up to justice, abiding by the law
Debugging
Headword:
δωσίδικος
Headword (normalized):
δωσίδικος
Headword (normalized/stripped):
δωσιδικος
IDX:
25414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25415
Key:
Data
{'content': 'giving oneself up to justice, abiding by the law'}