Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δωροκοπέω
δωροκοπία
δωροκόπος
δωροληπτέω
δωρολήπτης
δωροληψία
δῶρον
δωροξενίας
δωροτελέω
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορία
δωροφορικός
δωροφόρος
δωσίβιος
δωσιδικία
δωσίδικος
Δωσώ
δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
View word page
δωροφορέω
to bring presents

ShortDef

to bring presents

Debugging

Headword:
δωροφορέω
Headword (normalized):
δωροφορέω
Headword (normalized/stripped):
δωροφορεω
IDX:
25408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25409
Key:

Data

{'content': 'to bring presents'}