Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δωροδόκος
δωροδοτέω
δωροδότης
δωροδοχεῖον
δωροκοπέω
δωροκοπία
δωροκόπος
δωροληπτέω
δωρολήπτης
δωροληψία
δῶρον
δωροξενίας
δωροτελέω
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορία
δωροφορικός
δωροφόρος
δωσίβιος
δωσιδικία
δωσίδικος
View word page
δῶρον
a gift, present

ShortDef

a gift, present

Debugging

Headword:
δῶρον
Headword (normalized):
δῶρον
Headword (normalized/stripped):
δωρον
IDX:
25404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25405
Key:

Data

{'content': 'a gift, present'}