Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδοτέω
δωροδότης
δωροδοχεῖον
δωροκοπέω
δωροκοπία
δωροκόπος
δωροληπτέω
δωρολήπτης
δωροληψία
δῶρον
δωροξενίας
δωροτελέω
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορία
δωροφορικός
δωροφόρος
δωσίβιος
View word page
δωρολήπτης
greedy of gain
ShortDef
greedy of gain
Debugging
Headword:
δωρολήπτης
Headword (normalized):
δωρολήπτης
Headword (normalized/stripped):
δωροληπτης
IDX:
25402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25403
Key:
Data
{'content': 'greedy of gain'}