Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδοτέω
δωροδότης
δωροδοχεῖον
δωροκοπέω
δωροκοπία
δωροκόπος
δωροληπτέω
δωρολήπτης
δωροληψία
δῶρον
δωροξενίας
δωροτελέω
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορία
δωροφορικός
δωροφόρος
View word page
δωροληπτέω
take presents
ShortDef
take presents
Debugging
Headword:
δωροληπτέω
Headword (normalized):
δωροληπτέω
Headword (normalized/stripped):
δωροληπτεω
IDX:
25401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25402
Key:
Data
{'content': 'take presents'}