Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δωρισμός
Δωριστί
δωρίτης
Δωρῖτις
δωρόδειπνος
δωροδέκτης
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδοτέω
δωροδότης
δωροδοχεῖον
δωροκοπέω
δωροκοπία
δωροκόπος
δωροληπτέω
δωρολήπτης
δωροληψία
δῶρον
View word page
δωροδόκος
taking presents

ShortDef

taking presents

Debugging

Headword:
δωροδόκος
Headword (normalized):
δωροδόκος
Headword (normalized/stripped):
δωροδοκος
IDX:
25394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25395
Key:

Data

{'content': 'taking presents'}