Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δώριος
Δωρίς
Δωρισμός
Δωριστί
δωρίτης
Δωρῖτις
δωρόδειπνος
δωροδέκτης
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδοτέω
δωροδότης
δωροδοχεῖον
δωροκοπέω
δωροκοπία
δωροκόπος
δωροληπτέω
δωρολήπτης
View word page
δωροδοκία
a taking of bribes, openness to bribery
ShortDef
a taking of bribes, openness to bribery
Debugging
Headword:
δωροδοκία
Headword (normalized):
δωροδοκία
Headword (normalized/stripped):
δωροδοκια
IDX:
25392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25393
Key:
Data
{'content': 'a taking of bribes, openness to bribery'}