Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δωρικός
Δώριον
Δώριος
Δωρίς
Δωρισμός
Δωριστί
δωρίτης
Δωρῖτις
δωρόδειπνος
δωροδέκτης
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδοτέω
δωροδότης
δωροδοχεῖον
δωροκοπέω
δωροκοπία
δωροκόπος
View word page
δωροδοκέω
to accept as a present

ShortDef

to accept as a present

Debugging

Headword:
δωροδοκέω
Headword (normalized):
δωροδοκέω
Headword (normalized/stripped):
δωροδοκεω
IDX:
25390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25391
Key:

Data

{'content': 'to accept as a present'}