Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δωρίζω
Δωρικός
Δώριον
Δώριος
Δωρίς
Δωρισμός
Δωριστί
δωρίτης
Δωρῖτις
δωρόδειπνος
δωροδέκτης
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδοτέω
δωροδότης
δωροδοχεῖον
δωροκοπέω
δωροκοπία
View word page
δωροδέκτης
one that takes bribes

ShortDef

one that takes bribes

Debugging

Headword:
δωροδέκτης
Headword (normalized):
δωροδέκτης
Headword (normalized/stripped):
δωροδεκτης
IDX:
25389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25390
Key:

Data

{'content': 'one that takes bribes'}