Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δωρίεια
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριον
Δώριος
Δωρίς
Δωρισμός
Δωριστί
δωρίτης
Δωρῖτις
δωρόδειπνος
δωροδέκτης
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδοτέω
δωροδότης
δωροδοχεῖον
View word page
Δωρῖτις
Doritis (Bountiful)

ShortDef

Doritis (Bountiful)

Debugging

Headword:
Δωρῖτις
Headword (normalized):
δωρῖτις
Headword (normalized/stripped):
δωριτις
IDX:
25387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25388
Key:

Data

{'content': 'Doritis (Bountiful)'}