Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δωρητικός
δωρητός
Δωριαρχέω
Δωρίεια
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριον
Δώριος
Δωρίς
Δωρισμός
Δωριστί
δωρίτης
Δωρῖτις
δωρόδειπνος
δωροδέκτης
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
View word page
Δωρισμός
speaking in the Doric dialect

ShortDef

speaking in the Doric dialect

Debugging

Headword:
Δωρισμός
Headword (normalized):
δωρισμός
Headword (normalized/stripped):
δωρισμος
IDX:
25384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25385
Key:

Data

{'content': 'speaking in the Doric dialect'}