Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητής
δωρητικός
δωρητός
Δωριαρχέω
Δωρίεια
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριον
Δώριος
Δωρίς
Δωρισμός
Δωριστί
δωρίτης
Δωρῖτις
δωρόδειπνος
δωροδέκτης
δωροδοκέω
View word page
Δωρικός
Doric

ShortDef

Doric

Debugging

Headword:
Δωρικός
Headword (normalized):
δωρικός
Headword (normalized/stripped):
δωρικος
IDX:
25380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25381
Key:

Data

{'content': 'Doric'}