Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δωρεαστικός
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητής
δωρητικός
δωρητός
Δωριαρχέω
Δωρίεια
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριον
Δώριος
Δωρίς
Δωρισμός
Δωριστί
δωρίτης
Δωρῖτις
δωρόδειπνος
δωροδέκτης
View word page
Δωρίζω
to imitate the Dorians in life, dialect

ShortDef

to imitate the Dorians in life, dialect

Debugging

Headword:
Δωρίζω
Headword (normalized):
δωρίζω
Headword (normalized/stripped):
δωριζω
IDX:
25379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25380
Key:

Data

{'content': 'to imitate the Dorians in life, dialect'}