Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκακούργητος
ἀκάκυντος
ἀκάκωτος
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
Ἀκαμαντίδης
Ἀκαμαντίς
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόας
ἀκαμαντοχάρμας
Ἀκάμας
ἀκάμας
View word page
ἀκάλυπτος
uncovered, unveiled

ShortDef

uncovered, unveiled

Debugging

Headword:
ἀκάλυπτος
Headword (normalized):
ἀκάλυπτος
Headword (normalized/stripped):
ακαλυπτος
IDX:
2537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2538
Key:

Data

{'content': 'uncovered, unveiled'}