Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δώμησις
δωμήτωρ
δωράκινον
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητής
δωρητικός
δωρητός
Δωριαρχέω
Δωρίεια
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριον
Δώριος
Δωρίς
Δωρισμός
View word page
δωρητικός
concerned with giving

ShortDef

concerned with giving

Debugging

Headword:
δωρητικός
Headword (normalized):
δωρητικός
Headword (normalized/stripped):
δωρητικος
IDX:
25374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25375
Key:

Data

{'content': 'concerned with giving'}