Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δώμημα
δώμησις
δωμήτωρ
δωράκινον
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητής
δωρητικός
δωρητός
Δωριαρχέω
Δωρίεια
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
View word page
δωρέω
to give, present
ShortDef
to give, present
Debugging
Headword:
δωρέω
Headword (normalized):
δωρέω
Headword (normalized/stripped):
δωρεω
IDX:
25370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25371
Key:
Data
{'content': 'to give, present'}