Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄκακος
ἀκακούργητος
ἀκάκυντος
ἀκάκωτος
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
Ἀκαμαντίδης
Ἀκαμαντίς
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόας
ἀκαμαντοχάρμας
Ἀκάμας
View word page
ἀκαλός
peaceful, still
ShortDef
peaceful, still
Debugging
Headword:
ἀκαλός
Headword (normalized):
ἀκαλός
Headword (normalized/stripped):
ακαλος
IDX:
2536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2537
Key:
Data
{'content': 'peaceful, still'}