Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δωματίτης
δωματῖτις
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δώμημα
δώμησις
δωμήτωρ
δωράκινον
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητής
δωρητικός
δωρητός
Δωριαρχέω
Δωρίεια
Δωριεύς
View word page
δωρεαῖος
held by royal grant

ShortDef

held by royal grant

Debugging

Headword:
δωρεαῖος
Headword (normalized):
δωρεαῖος
Headword (normalized/stripped):
δωρεαιος
IDX:
25368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25369
Key:

Data

{'content': 'held by royal grant'}