Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δωμάτιον
δωματίτης
δωματῖτις
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δώμημα
δώμησις
δωμήτωρ
δωράκινον
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητής
δωρητικός
δωρητός
Δωριαρχέω
Δωρίεια
View word page
δωρεά
a gift, present

ShortDef

a gift, present

Debugging

Headword:
δωρεά
Headword (normalized):
δωρεά
Headword (normalized/stripped):
δωρεα
IDX:
25367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25368
Key:

Data

{'content': 'a gift, present'}