Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δῶμα
δωμάτιον
δωματίτης
δωματῖτις
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δώμημα
δώμησις
δωμήτωρ
δωράκινον
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητής
δωρητικός
δωρητός
Δωριαρχέω
View word page
δωράκινον
duracinum

ShortDef

duracinum

Debugging

Headword:
δωράκινον
Headword (normalized):
δωράκινον
Headword (normalized/stripped):
δωρακινον
IDX:
25366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25367
Key:

Data

{'content': 'duracinum'}