Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματίτης
δωματῖτις
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δώμημα
δώμησις
δωμήτωρ
δωράκινον
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητής
δωρητικός
δωρητός
View word page
δωμήτωρ
builder

ShortDef

builder

Debugging

Headword:
δωμήτωρ
Headword (normalized):
δωμήτωρ
Headword (normalized/stripped):
δωμητωρ
IDX:
25365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25366
Key:

Data

{'content': 'builder'}