Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δωδώναθεν
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματίτης
δωματῖτις
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δώμημα
δώμησις
δωμήτωρ
δωράκινον
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητής
View word page
δώμημα
chamber
ShortDef
chamber
Debugging
Headword:
δώμημα
Headword (normalized):
δώμημα
Headword (normalized/stripped):
δωμημα
IDX:
25363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25364
Key:
Data
{'content': 'chamber'}