Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δωδεκόμφαλος
Δωδώναθεν
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματίτης
δωματῖτις
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δώμημα
δώμησις
δωμήτωρ
δωράκινον
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
View word page
δωμάω
to build
ShortDef
to build
Debugging
Headword:
δωμάω
Headword (normalized):
δωμάω
Headword (normalized/stripped):
δωμαω
IDX:
25362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25363
Key:
Data
{'content': 'to build'}