Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δωδεκήρης
δωδεκόμφαλος
Δωδώναθεν
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματίτης
δωματῖτις
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δώμημα
δώμησις
δωμήτωρ
δωράκινον
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρέω
δώρημα
View word page
δωματοφθορέω
to ruin the house

ShortDef

to ruin the house

Debugging

Headword:
δωματοφθορέω
Headword (normalized):
δωματοφθορέω
Headword (normalized/stripped):
δωματοφθορεω
IDX:
25361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25362
Key:

Data

{'content': 'to ruin the house'}