Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκακοπαθέω
ἄκακος
ἀκακούργητος
ἀκάκυντος
ἀκάκωτος
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
Ἀκαμαντίδης
Ἀκαμαντίς
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόας
ἀκαμαντοχάρμας
View word page
ἀκαλλώπιστος
unadorned

ShortDef

unadorned

Debugging

Headword:
ἀκαλλώπιστος
Headword (normalized):
ἀκαλλώπιστος
Headword (normalized/stripped):
ακαλλωπιστος
IDX:
2535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2536
Key:

Data

{'content': 'unadorned'}