Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δωδεκάφυλος
δωδεκάχορδος
δωδεκάχους
δωδεκαχῶς
δωδεκάωρος
δωδεκέτης
δωδεκεύς
δωδεκήμερος
δωδεκήρης
δωδεκόμφαλος
Δωδώναθεν
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματίτης
δωματῖτις
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δώμημα
View word page
Δωδώναθεν
from Dodona

ShortDef

from Dodona

Debugging

Headword:
Δωδώναθεν
Headword (normalized):
δωδώναθεν
Headword (normalized/stripped):
δωδωναθεν
IDX:
25353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25354
Key:

Data

{'content': 'from Dodona'}