Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλλος
δωδεκάφυλος
δωδεκάχορδος
δωδεκάχους
δωδεκαχῶς
δωδεκάωρος
δωδεκέτης
δωδεκεύς
δωδεκήμερος
δωδεκήρης
δωδεκόμφαλος
Δωδώναθεν
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματίτης
δωματῖτις
δωματόομαι
δωματοφθορέω
View word page
δωδεκήρης
a ship with twelve banks of oars
ShortDef
a ship with twelve banks of oars
Debugging
Headword:
δωδεκήρης
Headword (normalized):
δωδεκήρης
Headword (normalized/stripped):
δωδεκηρης
IDX:
25351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25352
Key:
Data
{'content': 'a ship with twelve banks of oars'}