Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκακοήθης
ἀκακοπαθέω
ἄκακος
ἀκακούργητος
ἀκάκυντος
ἀκάκωτος
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
Ἀκαμαντίδης
Ἀκαμαντίς
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόας
View word page
ἀκαλλιέρητος
ill-omened
ShortDef
ill-omened
Debugging
Headword:
ἀκαλλιέρητος
Headword (normalized):
ἀκαλλιέρητος
Headword (normalized/stripped):
ακαλλιερητος
IDX:
2534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2535
Key:
Data
{'content': 'ill-omened'}