Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκακία2
ἀκάκιστος
ἀκακοήθης
ἀκακοπαθέω
ἄκακος
ἀκακούργητος
ἀκάκυντος
ἀκάκωτος
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
Ἀκαμαντίδης
Ἀκαμαντίς
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
View word page
ἀκαλήφη
a nettle
ShortDef
a nettle
Debugging
Headword:
ἀκαλήφη
Headword (normalized):
ἀκαλήφη
Headword (normalized/stripped):
ακαληφη
IDX:
2532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2533
Key:
Data
{'content': 'a nettle'}