Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπλους
δυωδεκάπολις
δυωδεκάς
δυωδεκατειχής
δυωδεκατεύς
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δώδεκα
δωδεκαακτιονίκης
δωδεκάβοιος
δωδεκάβωμος
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάγωνον
δωδεκαδάκτυλος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδρομος
View word page
δῶ
house, dwelling
ShortDef
house, dwelling
Debugging
Headword:
δῶ
Headword (normalized):
δῶ
Headword (normalized/stripped):
δω
IDX:
25284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25285
Key:
Data
{'content': 'house, dwelling'}