Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύω
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
δυωδεκάδρομος
δυωδεκαΐς
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπλους
δυωδεκάπολις
δυωδεκάς
δυωδεκατειχής
δυωδεκατεύς
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δώδεκα
δωδεκαακτιονίκης
δωδεκάβοιος
View word page
δυωδεκάπλους
twelvefold

ShortDef

twelvefold

Debugging

Headword:
δυωδεκάπλους
Headword (normalized):
δυωδεκάπλους
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκαπλους
IDX:
25277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25278
Key:

Data

{'content': 'twelvefold'}