Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυτικός
δυτῖνος
δύω
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
δυωδεκάδρομος
δυωδεκαΐς
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπλους
δυωδεκάπολις
δυωδεκάς
δυωδεκατειχής
δυωδεκατεύς
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δώδεκα
View word page
δυωδεκάμοιρος
divided into twelve parts
ShortDef
divided into twelve parts
Debugging
Headword:
δυωδεκάμοιρος
Headword (normalized):
δυωδεκάμοιρος
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκαμοιρος
IDX:
25275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25276
Key:
Data
{'content': 'divided into twelve parts'}