Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσωρέω
δύσωρος
δύτη
δύτης
δυτικός
δυτῖνος
δύω
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
δυωδεκάδρομος
δυωδεκαΐς
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπλους
δυωδεκάπολις
δυωδεκάς
δυωδεκατειχής
δυωδεκατεύς
View word page
δυωδεκαδικός
belonging to the δυωδεκάς Ι
ShortDef
belonging to the δυωδεκάς Ι
Debugging
Headword:
δυωδεκαδικός
Headword (normalized):
δυωδεκαδικός
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκαδικος
IDX:
25271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25272
Key:
Data
{'content': 'belonging to the δυωδεκάς Ι'}