Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσωπία
δυσωρέομαι
δυσωρέω
δύσωρος
δύτη
δύτης
δυτικός
δυτῖνος
δύω
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
δυωδεκάδρομος
δυωδεκαΐς
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπλους
δυωδεκάπολις
δυωδεκάς
View word page
δυώδεκα
twelve

ShortDef

twelve

Debugging

Headword:
δυώδεκα
Headword (normalized):
δυώδεκα
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκα
IDX:
25269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25270
Key:

Data

{'content': 'twelve'}