Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσωπητικός
δυσωπία
δυσωρέομαι
δυσωρέω
δύσωρος
δύτη
δύτης
δυτικός
δυτῖνος
δύω
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
δυωδεκάδρομος
δυωδεκαΐς
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπλους
δυωδεκάπολις
View word page
δυωβολιαῖος
weighing two obols

ShortDef

weighing two obols

Debugging

Headword:
δυωβολιαῖος
Headword (normalized):
δυωβολιαῖος
Headword (normalized/stripped):
δυωβολιαιος
IDX:
25268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25269
Key:

Data

{'content': 'weighing two obols'}