Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσωπητέον
δυσωπητικός
δυσωπία
δυσωρέομαι
δυσωρέω
δύσωρος
δύτη
δύτης
δυτικός
δυτῖνος
δύω
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
δυωδεκάδρομος
δυωδεκαΐς
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπλους
View word page
δύω
dunk

ShortDef

dunk

Debugging

Headword:
δύω
Headword (normalized):
δύω
Headword (normalized/stripped):
δυω
IDX:
25267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25268
Key:

Data

{'content': 'dunk'}