Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσώπημα
δυσωπητέον
δυσωπητικός
δυσωπία
δυσωρέομαι
δυσωρέω
δύσωρος
δύτη
δύτης
δυτικός
δυτῖνος
δύω
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
δυωδεκάδρομος
View word page
δύσωρος
unseasonable
ShortDef
unseasonable
Debugging
Headword:
δύσωρος
Headword (normalized):
δύσωρος
Headword (normalized/stripped):
δυσωρος
IDX:
25262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25263
Key:
Data
{'content': 'unseasonable'}