Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσώνης
δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσώπημα
δυσωπητέον
δυσωπητικός
δυσωπία
δυσωρέομαι
δυσωρέω
δύσωρος
δύτη
δύτης
δυτικός
δυτῖνος
δύω
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
View word page
δυσωρέω
keep wearisome watch

ShortDef

keep wearisome watch

Debugging

Headword:
δυσωρέω
Headword (normalized):
δυσωρέω
Headword (normalized/stripped):
δυσωρεω
IDX:
25261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25262
Key:

Data

{'content': 'keep wearisome watch'}