Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσωνέω
δυσώνης
δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσώπημα
δυσωπητέον
δυσωπητικός
δυσωπία
δυσωρέομαι
δυσωρέω
δύσωρος
δύτη
δύτης
δυτικός
δυτῖνος
δύω
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
View word page
δυσωρέομαι
a watcher

ShortDef

a watcher

Debugging

Headword:
δυσωρέομαι
Headword (normalized):
δυσωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
δυσωρεομαι
IDX:
25260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25261
Key:

Data

{'content': 'a watcher'}