Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσώμοτος
δυσωνέω
δυσώνης
δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσώπημα
δυσωπητέον
δυσωπητικός
δυσωπία
δυσωρέομαι
δυσωρέω
δύσωρος
δύτη
δύτης
δυτικός
δυτῖνος
δύω
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
View word page
δυσωπία
confusion of face, shamefacedness

ShortDef

confusion of face, shamefacedness

Debugging

Headword:
δυσωπία
Headword (normalized):
δυσωπία
Headword (normalized/stripped):
δυσωπια
IDX:
25259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25260
Key:

Data

{'content': 'confusion of face, shamefacedness'}