Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσώλεθρος
δυσώμοτος
δυσωνέω
δυσώνης
δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσώπημα
δυσωπητέον
δυσωπητικός
δυσωπία
δυσωρέομαι
δυσωρέω
δύσωρος
δύτη
δύτης
δυτικός
δυτῖνος
δύω
δυωβολιαῖος
View word page
δυσωπητικός
importunate
ShortDef
importunate
Debugging
Headword:
δυσωπητικός
Headword (normalized):
δυσωπητικός
Headword (normalized/stripped):
δυσωπητικος
IDX:
25258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25259
Key:
Data
{'content': 'importunate'}