Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσωδία
δυσώδινος
δυσώλεθρος
δυσώμοτος
δυσωνέω
δυσώνης
δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσώπημα
δυσωπητέον
δυσωπητικός
δυσωπία
δυσωρέομαι
δυσωρέω
δύσωρος
δύτη
δύτης
δυτικός
δυτῖνος
View word page
δυσώπημα
a means of making

ShortDef

a means of making

Debugging

Headword:
δυσώπημα
Headword (normalized):
δυσώπημα
Headword (normalized/stripped):
δυσωπημα
IDX:
25256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25257
Key:

Data

{'content': 'a means of making'}