Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσχωρία
δυσχώριστος
δύσψυκτος
δυσωδέω
δυσώδης
δυσωδία
δυσώδινος
δυσώλεθρος
δυσώμοτος
δυσωνέω
δυσώνης
δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσώπημα
δυσωπητέον
δυσωπητικός
δυσωπία
δυσωρέομαι
δυσωρέω
View word page
δυσώνης
one who beats down the price

ShortDef

one who beats down the price

Debugging

Headword:
δυσώνης
Headword (normalized):
δυσώνης
Headword (normalized/stripped):
δυσωνης
IDX:
25251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25252
Key:

Data

{'content': 'one who beats down the price'}