Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσχώρητος
δυσχωρία
δυσχώριστος
δύσψυκτος
δυσωδέω
δυσώδης
δυσωδία
δυσώδινος
δυσώλεθρος
δυσώμοτος
δυσωνέω
δυσώνης
δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσώπημα
δυσωπητέον
δυσωπητικός
δυσωπία
δυσωρέομαι
View word page
δυσωνέω
to beat down the price, cheapen
ShortDef
to beat down the price, cheapen
Debugging
Headword:
δυσωνέω
Headword (normalized):
δυσωνέω
Headword (normalized/stripped):
δυσωνεω
IDX:
25250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25251
Key:
Data
{'content': 'to beat down the price, cheapen'}