Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσχυμία
δύσχυμος
δυσχώρητος
δυσχωρία
δυσχώριστος
δύσψυκτος
δυσωδέω
δυσώδης
δυσωδία
δυσώδινος
δυσώλεθρος
δυσώμοτος
δυσωνέω
δυσώνης
δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσώπημα
δυσωπητέον
δυσωπητικός
View word page
δυσώλεθρος
hard to kill, tenacious of life

ShortDef

hard to kill, tenacious of life

Debugging

Headword:
δυσώλεθρος
Headword (normalized):
δυσώλεθρος
Headword (normalized/stripped):
δυσωλεθρος
IDX:
25248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25249
Key:

Data

{'content': 'hard to kill, tenacious of life'}