Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσχυλος
δυσχυμία
δύσχυμος
δυσχώρητος
δυσχωρία
δυσχώριστος
δύσψυκτος
δυσωδέω
δυσώδης
δυσωδία
δυσώδινος
δυσώλεθρος
δυσώμοτος
δυσωνέω
δυσώνης
δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσώπημα
δυσωπητέον
View word page
δυσώδινος
causing grievous pangs

ShortDef

causing grievous pangs

Debugging

Headword:
δυσώδινος
Headword (normalized):
δυσώδινος
Headword (normalized/stripped):
δυσωδινος
IDX:
25247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25248
Key:

Data

{'content': 'causing grievous pangs'}