Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσχρως
δύσχυλος
δυσχυμία
δύσχυμος
δυσχώρητος
δυσχωρία
δυσχώριστος
δύσψυκτος
δυσωδέω
δυσώδης
δυσωδία
δυσώδινος
δυσώλεθρος
δυσώμοτος
δυσωνέω
δυσώνης
δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσώπημα
View word page
δυσωδία
foul smell
ShortDef
foul smell
Debugging
Headword:
δυσωδία
Headword (normalized):
δυσωδία
Headword (normalized/stripped):
δυσωδια
IDX:
25246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25247
Key:
Data
{'content': 'foul smell'}