Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσχρηστος
δύσχροια
δύσχρως
δύσχυλος
δυσχυμία
δύσχυμος
δυσχώρητος
δυσχωρία
δυσχώριστος
δύσψυκτος
δυσωδέω
δυσώδης
δυσωδία
δυσώδινος
δυσώλεθρος
δυσώμοτος
δυσωνέω
δυσώνης
δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
View word page
δυσωδέω
to be ill-smelling
ShortDef
to be ill-smelling
Debugging
Headword:
δυσωδέω
Headword (normalized):
δυσωδέω
Headword (normalized/stripped):
δυσωδεω
IDX:
25244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25245
Key:
Data
{'content': 'to be ill-smelling'}