Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσχρηστέω
δυσχρήστημα
δυσχρηστία
δύσχρηστος
δύσχροια
δύσχρως
δύσχυλος
δυσχυμία
δύσχυμος
δυσχώρητος
δυσχωρία
δυσχώριστος
δύσψυκτος
δυσωδέω
δυσώδης
δυσωδία
δυσώδινος
δυσώλεθρος
δυσώμοτος
δυσωνέω
δυσώνης
View word page
δυσχωρία
difficult, rough ground

ShortDef

difficult, rough ground

Debugging

Headword:
δυσχωρία
Headword (normalized):
δυσχωρία
Headword (normalized/stripped):
δυσχωρια
IDX:
25241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25242
Key:

Data

{'content': 'difficult, rough ground'}